- άφθονος
- (aphthonus). Γένος εντόμων της οικογένειας των αλτιστιδών. Ανήκει στην τάξη των κολεοπτέρων. Βρίσκεται σε πολλές περιοχές του πλανήτη μας και συχνά και στην Ευρώπη. Είναι μικρά σε μέγεθος· μόλις που φτάνουν τα 5-6 χιλιοστά.
* * *-η, -ο (AM ἄφθονος, -ον)1. αυτός που υπάρχει σε αφθονία, υπερεπαρκής («άφθονο νερό», «άφθονα φρούτα»)2. ο χωρίς φειδώ, πλουσιοπάροχος («με άφθονα χέρια», Κάλβος«ἀφθόνῳ χερί», Αισχ.)αρχ.1. απαλλαγμένος από φθόνο, μη φθονερος2. αυτός που δεν προκαλεί τον φθόνο των άλλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φθόνος «ζηλοφθονία, άρνηση, αποποίηοη από φθόνο, δυσμένεια ή παράπονο». Η σημασία της λέξεως ξεκίνησε πιθ. ως «αυτός που δεν τον φθονούν, που δεν τον αρνούνται λόγω φθόνου», άρα «που δεν μειώνεται», απ' όπου κατέληξε στη σημασία «αφειδής, πλουσιοπάροχος»].
Dictionary of Greek. 2013.